ζιμπούλι
Смотреть что такое "ζιμπούλι" в других словарях:
ζιμπούλι — το βοτ. βλ. ζουμπούλι … Dictionary of Greek
ζουμπούλι — Βολβόρριζη μονοκοτυλήδονη πόα της οικογένειας των λειριιδών ή λιλιδών. Η επιστημονική ονομασία της είναι υάκινθος ο ανατολικός (hayacinthus orientalis). Προέρχεται από τη Μικρά Ασία και έχει διαδοθεί σε πολλές χώρες ως καλλωπιστικό φυτό, είτε για … Dictionary of Greek